ἀποκαρτέρησις

ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτέρ-ησις, εως, ,
A suicide by hunger, Quint.Inst.8.5.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀποκαρτέρησις — suicide by hunger fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκαρτέρηση — η (Α ἀποκαρτέρησις) εξάντληση της υπομονής, αποθάρρυνση αρχ. εκούσιος θάνατος από ασιτία …   Dictionary of Greek

  • ἀποκαρτερήσεως — ἀποκαρτερήσεω̆ς , ἀποκαρτέρησις suicide by hunger fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”